Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομονοείον — ὁμονοεῑον, τὸ (Α) [Ομόνοια] ναός τής θεάς Ομονοίας στη Ρώμη … Dictionary of Greek
ὁμονοείῳ — ὁμονοεῖον temple of Concord neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)